-
1 διαλαμπρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλαμπρύνω
-
2 ὕμνος
1 song of praiseὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8
δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105
ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι O. 2.1
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.6χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον O. 6.87
ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88
Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48
μελιγάρυες ὕμνοι O. 11.4
Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον P. 1.60
παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις P. 1.79
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἂλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
[ ὕμνων (coni. Pauw, Beck: κώμων codd.) P. 5.100]ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς P. 6.7
ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ P. 8.57
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.5
ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.11
ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) N. 7.81ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.16
πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.63
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.45
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον (sc. Ποσειδάν) I. 4.21προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.43
τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον I. 5.63
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20
κελαδ[ήσαθ' ὕμ]νους (supp. Snell e Σ.) Πα. 7B. 10. ὕμνων ερ[ Πα. 13. a. 9.ὕμνων σέλας Pae. 18.5
Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191.* [ ὕμνων (del. Heyne.) fr. 192.] τὸν ὕμν[ον (supp. Blass) ?fr. 333b. 2. ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354. c. gen.,Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχειφῶτα N. 4.83
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
in general,εἰ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64
dirgeἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
ἁ δ' Ὑμέναιον ἐσχάτοις ὕμνοισιν (sc. ὕμνει: Schneidewin, Hermann: ἔσχατον ὕμνον cod.) Θρ. 3. 9. love song,ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους I. 2.3
-
3 παλαιός
πᾰλαιός, ά, όν, [dialect] Aeol. [full] πάλαος Eust.28.33, Epigr.Gr.992 ([place name] Balbilla); [dialect] Boeot. [full] παληός EM32.6; [dialect] Lacon. [full] παλεός (v. infr.): regul. [comp] Comp. and [comp] Sup.Aπαλαιότερος Pi.N.6.53
, Th.1.1 codd.,παλαιότατος Pl.Ti. 83a
, etc.: more freq. παλαίτερος, παλαίτατος (from πάλαι), Pi.P.10.58, N.7.44, Th.1.4, etc. [The penult. is sts. short in Poets, S.Fr. 956 (s. v. l.), E.El. 497, Damocr. ap. Gal.13.1049; ; in these places παλεός (a form mentioned by Hdn.Gr.2.909, cf. Theognost.Can.50.3, Sch.Ar.Lys. l. c., Suid., and corroborated by the Pap. (iv B. C.) of Timotheus (v. παλεομίσημα, παλεονυμφάγονος)) may be retained or restored).]:I old in years,1 mostly of persons, aged,ἢ νέος ἠὲ παλαιός Il.14.108
;νέοι ἠδὲ παλαιοί Od.1.395
, cf. Epicur.Ep.3p.59U.;παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς Il. 14.136
; π. γέρων, π. γρηῦς, Od.13.432, 19.346, cf. Ar.Ach. 676;χρόνῳ π. S.OC 112
;ἐν παλαιτέροισι Pi.N.3.73
;ἔνθα δὴ παλαίτατοι θάσσουσι E.Med.68
: in bad sense, a dotard (μωρός Hsch.
, butσκώπτης Suid.
), Ar.Lys. 988.2 of things,οἶνος Od.2.340
; νῆες.. νέαι ἠδὲ π. ib. 293;τρὺξ π. καὶ σαπρά Ar.Pl. 1086
; [τριήρεις] π. ἀντὶ καινῶν Lys.28.4
; ;σπέρματα Thphr.HP7.1.6
.II of old date, ancient,1 of persons, ξεῖνος π. an old guest-friend, Il.6.215, cf. S.Tr. 263, E.Alc. 212;Ἴλου παλαιοῦ Il.11.166
;κέρδεα.. οἷ' οὔ πώ τιν' ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν Od.2.118
; ;οἱ πάνυ π. ἄνθρωποι Pl.Cra. 411b
; οἱ π. the ancients, Th.1.3;π. ἡμερῶν LXX Da.7.9
.2 of things,λέκτρον Od.23.296
;παλαιά τε πολλά τε εἰδώς 7.157
;καινὰ καὶ π. ἔργα Hdt.9.26
; (lyr.);κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ ἀρχαῖον Lys.6.51
;κατὰ τὸν π. λόγον Pl.Grg. 499c
;ἡ π. παροιμία Id.R. 329a
;παλαί' ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου S.Ph. 493
;παλαιᾷ σύντροφος ἁμερᾷ Id.Aj. 622
(lyr.); of places, A.Pers.17 (anap.), S.El.4, etc.; καιροὶ π. ancient times, PPetr.2p.15 (iii B. C.); τὸ π. as Adv., anciently, formerly, A.Pers. 102 (lyr.), Hdt.1.171, Pl.Cra. 401c, etc.; ἐκ παλαιοῦ from of old, Hdt. 1.157;ἐκ π. ἐχθρὸς ὢν αὐτοῦ Antipho 2.1.5
;ἐκ τῶν παλαιῶν Herod.2.102
; ἐκ παλαιτέρου from older time, Hdt.1.60;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
; also εὐθὺς ἀπὸ παλαιοῦ ib.2; ἀρχαῖα καὶ παλαιά joined, D.22.14, cf. Lys. (v. supr.); .3 of things, also,a in good sense, venerable, held in esteem, like Lat. antiquus, .b in bad sense, antiquated, obsolete,κωφὰ καὶ π. ἔπη S.OT 290
.c π. δρᾶμα a drama which has been previously acted, SIG1078 lxxxvii (Athens, iv B. C.).III Adv. παλαιῶς in an old way,τὰ καινὰ π. διδάσκειν Socr.Ep.30.9
: [comp] Comp. παλαίτερον at an earlier time, D.H.8.57, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιός
-
4 παλαίω
πᾰλαίω, [dialect] Aeol. [full] πάλαιμι Hdn.Gr.2.930; [dialect] Boeot. [full] παλήω ib.949: [tense] fut. παλαίσω: [tense] aor. ἐπάλαισα: ( πάλη A):—A wrestle,οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Il.23.621
; καί νύ κε τὸ τρίτον.. πάλαιον ib. 733;παλαίουσ' ἐς τρίς S.Fr.941.13
;οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Pl.Prt. 350e
;ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων Id.Men. 94c
; τὸν παλαίσαντά ποτ' ἐκεῖνον him once famous as a wrestler, D.21.71.2 π. τινί wrestle with one,Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Od.4.343
, 17.134;λέοντι Pi.P.9.27
: metaph., wrestle with a calamity, ;φόνῳ Pi.N.8.27
;κακῷ μερμέρῳ E.Rh. 509
;πολλαῖς ζημίαις X.Oec.17.2
.II c. acc., overcome,λόγον λόγῳ παλαιστέον An.Ox.3.216
:—[voice] Pass., παλαισθείς beaten, E. El. 686;οἶνος.. παλαίεσθαι βαρύς Id.Cyc. 678
.
См. также в других словарях:
ВСЕНОЩНОЕ БДЕНИЕ — [церковнослав. ; греч. ἀγρυπνία, παννυχίς; лат. vigilia], в широком смысле слова аскетическая практика, состоящая в отказе от сна и продолжительном молитвословии в ночное время суток; в богослужении правосл. Церкви особый комплекс служб суточного … Православная энциклопедия